- σουγλί
- τοβλ. σουβλί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σουγλί — το, Ν βλ. σουβλί … Dictionary of Greek
βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ … Dictionary of Greek
σουβλί — το / σουβλί(ο)ν, ΝΜ, και σουγλί Ν [σούβλα / σούγλα] 1. μικρή σούβλα 2. καθετί το οξύ, το μυτερό 3. μεταλλικό εργαλείο τών υποδηματοποιών με το οποίο τρυπούν το δέρμα … Dictionary of Greek
τσαγκαροσούβλι — και τσαγκαρόσουβλο και τσαγκαροσούγλι και τσαγκαρόσουγλο και τσαγκαροσούλι και τσαγκαρασούλι, το, Ν σουβλί που χρησιμοποιεί ο τσαγκάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσαγκάρης + σουβλί / σουγλί] … Dictionary of Greek
φλέβα — η / φλέψ, εβός, ΝΜΑ, και φλέγα Ν 1. ανατ. (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και μετά) αιμοφόρο αγγείο το οποίο μεταφέρει φτωχό σε οξυγόνο αίμα από όλα τα μέρη τού σώματος στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. κοίτασμα ορυκτού 3. υπόγειο ρείθρο νερού («αἱ… … Dictionary of Greek
σουβλί — σουβλί, το και σουγλί, το αιχμηρό εργαλείο που το χρησιμοποιούν οι τσαγκάρηδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)